τραπεζιτική

τραπεζιτική
τραπεζῑτική , τραπεζιτικός
of
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τραπεζιτικός — ή, ό / τραπεζιτικός, ή, ον, ΝΑ [τραπεζίτης] τραπεζικός (α. «τραπεζιτική επιταγή» β. «Τραπεζιτικός τοῦ Ἰσοκράτους» τίτλος τού 17ου λόγου τού Ισοκράτους γ. «ἡ τραπεζιτική στοά» το περιστύλιο τών τραπεζιτών) αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ τραπεζιτικόν.… …   Dictionary of Greek

  • Λαυρέντιος των Μεδίκων, ο Μεγαλοπρεπής — (Lorenzo de’ Medici, «il Magnifico», Φλωρεντία 1449 – Καρέτζι 1492). Ιταλός ηγεμόνας και κυβερνήτης της Φλωρεντίας. Ήταν γιος του Πέτρου των Μεδίκων και της Λουκρητίας Τορναμπουόνι. Παρακολούθησε φιλολογικά μαθήματα κοντά σε εκλεκτούς ουμανιστές… …   Dictionary of Greek

  • τραπεζιτικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τραπεζίτη ή τράπεζα: Τραπεζιτική επιταγή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”